σαλάκων

σαλάκων
σάλαξ
miner's sieve
masc gen pl
σαλάκων
pretentious person
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαλάκων — ωνος, ὁ, Α ματαιόδοξος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο» + κατάλ. ων (πρβλ. γάστρ ων)] …   Dictionary of Greek

  • σαλάκωνα — σαλάκων pretentious person masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάκωνας — σαλάκων pretentious person masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάκωνες — σαλάκων pretentious person masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάκωνι — σαλάκων pretentious person masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάκωνος — σαλάκων pretentious person masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нахал — нахальный. Прежде всего связано с болг. охален зажиточный ; с др. ступенью вокализма: болг. охолен довольный , охол надменный , сербохорв. о̀хол высокомерный, чванный , о хо̀ла высокомерие, чванство , словен. оhо̑l надменный , также холить,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σαλακωνεία — και σαλακωνία, ἡ, Α [σαλάκων] ματαιοδοξία, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • σαλακωνεύομαι — και σαλακωνίζομαι και ενεργ. τ. σαλακωνίζω Α [σαλάκων] υπερηφανεύομαι, φέρομαι αλαζονικά, φέρομαι με ματαιοδοξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”